ξώραφος

ξώραφος
dıştan dikişli

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξώραφος — η, ο αυτός που έχει τη ραφή από την έξω πλευρά, ο ραμμένος εξωτερικά, που η ραφή του διακρίνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ραφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”